μούχρωμα

μούχρωμα
το [μουχρώνω]
σουρούπωμα, σύθάμπο, σούρουπο («το μούχρωμα ή σύθαμπο μέσα στ' απόσκια δάση», Γρυπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μούχρωμα — το, ατος το σούρουπο, το δειλινό: Μόλις έφτανε το μούχρωμα, έβαζε τα πρόβατα στο μαντρί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυκόφως — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 18 μ., 630 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σουφλίου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, κοντά στον ποταμό Έβρο, 58 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σουφλίου. Μέχρι το 1953 ονομαζόταν …   Dictionary of Greek

  • σούρουπο — το, Ν το λυκόφως, η μετά την δύση τού ηλίου και πριν από την νύχτα ώρα, σουρούπωμα, σύθαμπο, μούχρωμα («ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα», Μαβίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *σύρρυπον (< σύν + ῥύπος), πρβλ. σύ θαμπο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”